DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
bouwheer v
industr. κύριος του έργου
lab.law., construct. κατασκευαστής; επιχειρηματίας αστικής ανάπτυξης; επιχειρηματίας κατασκευαστής.
bouwheer
: 1 phrase in 1 subject
Construction1