DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
bouwelement n
construct. κτιριακή μονάδα; προκατασκευασμένο δομικό στοιχείο; στοιχείο προακτασκευασμένο; στοιχείο τυποποιημένο για τη συναρμολόγηση
IT, dat.proc. μονάδα εξοπλισμού; φυσική μονάδα
tech., el., construct. κατασκευαυστικό στοιχείο
bouwelement
: 1 phrase in 1 subject
Construction1