DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
borstwering f
construct. κιγκλίδωμα; κιγκλίδωμα προστασίας; μεταλλικό στηθαίο ασφαλείας; ποδιά παραθύρου; περιστόμιον; στηθαίον φρέατος
industr., construct. ημιστηθαίονκ.κουρτέλο
transp., polit. κιγκλίδωμα ασφαλείας; στηθαίο ασφαλείας