DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
bodemstroom n
earth.sc., environ. ρεύμα πυθμένα
life.sc., agric. εδαφοέρπυση; εδαφοροή; ερπυσμός εδάφους; ερπυσμός κορημάτων κεκορεσμένου ύδατος; ερπυσμός κορημάτων κεκορεσμένων με νερό; ροή εδάφους