DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
bodemplaat adj.
gen. έλασμα δαπέδου
agric. μεταφορική τράπεζα; τράπεζα θερισμού
construct. στρωτήρ
el. πλάκα βάσης
industr., construct. σταθερό χείλος
industr., construct., met. πλάκα επιστρώσεως
mech.eng. εξέδρα έδρασης κατεργαζομένων τεμαχίων
met. κάτω πλάκα
transp., mech.eng. πλάκα έδρασης; πλάκα ρύθμισης πλάτους
transp., met. έλασμα γάστρας; έλασμα πυθμένα
bodemplaat
: 4 phrases in 4 subjects
Chemistry1
Industry1
Mechanic engineering1
Transport1