DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
blokkering f
gen. μανδάλωση
agric. περιορισμός
chem. φράξιμο
construct. αντισεισμικό τοίχωμα
earth.sc., transp. στραγγαλισμός ροής ρευστού
el. φίμωση; φραγή; λήψη με ακουστικό κατώφλι; σιγασμός
life.sc. φραγμός
med. αποκλεισμός
met., mech.eng. μανδάλωμα; μπλοκάρισμα
transp. ακινητοποίηση τροχών με ανασταλτικό πέδιλο; μάγκωμα τροχών
transp., el. δέσμευση
transp., mech.eng. ακινητοποίηση; αναστολή; εμπλοκή; παύση λειτουργίας
blokkering
: 35 phrases in 11 subjects
Communications9
Earth sciences2
Economy1
Electronics9
Finances2
Information technology3
Law2
Mechanic engineering3
Medical1
Microsoft1
Transport2