|
|
gen. |
block; δωμάτια που έχουν κρατηθεί για ένα γκρουπ |
agric. |
τρόχιλος; βάση εκ σκυροδέματος; πάκτωμα τσιμέντου |
agric., construct. |
προνομιακή ζώνη κατά το "Block system" |
chem. |
πλακούς |
coal. |
τέμαχος |
construct. |
λιθόσωμα; μπλόκι; οικοδομικό τετράγωνο |
econ. |
πλίνθωμα |
fish.farm., mech.eng. |
μακαράς; τροχαλία |
hobby |
συγκρότημα γραμματοσήμων |
industr., construct. |
βούλα; κορμός |
IT |
ορθογώνια περιοχή; πλοκάδα |
IT, dat.proc. |
λογική ενότητα; φυσική εγγραφή |
life.sc., construct. |
έκτασις εξυπηρετουμένη υπό υδροληψίας διανομής |
med. |
αποκλεισμός |
met. |
μη σιδηρούχο πλίνθωμα |
met., el. |
ράβδος μετάλλου; χελώνα; όγκος μετάλλου |
stat. |
τμήμα; Μπλόκ; κλάσις; μπλοκ; ομάδα |
transp. |
παλάγκο; σύσπαστο; σύστημα αποκλεισμού; τμήμα αποκλεισμού |
|
|
commun. |
φράξιμο; να αποκλεισθεί; αδρανοποιώ προτερόθετα |
comp., MS |
σταθεροποίηση; αποκλεισμός |
fin., lab.law. |
δεσμεύω |
IT |
αδρανοποίηση |
IT, el. |
κλείδωμα; παρεμποδίζω |
met. |
μπλοκάρισμα αντιδράσεων οξείδωσης |
transp., mech.eng. |
εμπλοκή; μάγκωμα |
|
|
gen. |
ογκόλιθοι διασκορπισμού ενεργείας |
chem. |
μπλοκάρισμα |
commun., chem. |
κόλλημα |
industr., construct. |
συσκευή για την τακτοποίηση και το ίσιωμα |
IT |
ομαδοποίηση |
met. |
όγκοι πρωτογενούς χύτευσης; πλατέα πλινθώματα; πλινθώματα |
|
|
comp., MS |
Αποκλεισμός |
|
|
industr., construct. |
πριόνισμα από την μια μεριά στην άλλη |