DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
bloed v
environ. αίμα (ιστός); αίμα ιστός
med. θρόμβος (cruor); πεπηγός αίμα (cruor)
bloedend v
med. αιματηρός; αιματοειδής
bloeden adj.
agric. εξίδρωσις,εκροή,έκχυσις,εφίδρωσις
chem. αιμάτωμα; αιμάτωση
industr., construct., chem. έκχυση χρώματος
bloeder adj.
med. αιμορροφιλικός
bloedenplantkunde adj.
agric. εκροή χυμών
bloed
: 66 phrases in 10 subjects
Agriculture1
Chemistry1
Environment5
General1
Health care10
Industry1
Life sciences1
Medical39
Natural sciences5
Transport2