DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
blind n
construct. παντζούρι; περσίδα
med. τυφλός (caecus)
transp., nautic., fish.farm. καλύπτρα αναφωτίδας; καλύπτρα φινιστρινιούκν.
blinddrukken v
met. εκτυπώνω ανάγλυφα; σχηματίζω προεξοχές σε επιφάνεια
blindlopen v
commun. θάμπωμα
blind
: 18 phrases in 9 subjects
Communications4
Construction2
Health care1
Industry1
Medical2
Municipal planning1
Social science4
Statistics1
Transport2