DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
blaren v
industr., construct. αποκόλληση,ξεκόλλημα
met. ξεφλούδισμα; φούσκωμα
blaar v
earth.sc., transp. αεροθυλακοειδές κύμα πλώρης
industr., construct. εξώασκος,φλυκταινώδης εξέλκωσις; φούσκωμα
med. φυσαλίδα
met. φουσκάλα; φούσκα
nat.sc., agric. εξόγκωμα,κύστις,φλυκταινώδης εξέλκωσις; ερυσίβη,στάχτη
blarentrekkend v
industr., construct., chem. σχηματισμός κοιλοτήτων
blaren
: 1 phrase in 1 subject
Industry1