Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Bulgarian
Danish
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Irish
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Maltese
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
to phrases
bindmiddel
n
chem.
συνδιαλύτης
;
ιξωδοαυξητικό
;
παχυντικό
;
αραιωτής,μέσον αραιώσεως,αραιωτικόν μέσον
construct.
συνδετικό υλικό
environ.
συγκολλητική ουσία
food.ind.
παράγοντας δέσμευσης
industr., construct.
κολλάρισμα
;
συνδετική ουσία
;
συγκολλητικό
mater.sc., chem.
μέσο στερεώσεως
;
συγκολλητικό μέσο
;
συνδετικό μέσο
;
συνεκτικό μέσο
;
Συνδετική ουσία συνδετικό μέσο
mater.sc., el.
συνδέτης
;
συνδετικό
met.
ουσία συσσωμάτωσης
bindmiddel
:
39 phrases
in 10 subjects
Agriculture
1
Chemistry
3
Coal
1
Construction
6
Environment
4
Health care
1
Industry
10
Information technology
2
Metallurgy
6
Transport
5
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips