DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
bindmiddel n
chem. συνδιαλύτης; ιξωδοαυξητικό; παχυντικό; αραιωτής,μέσον αραιώσεως,αραιωτικόν μέσον
construct. συνδετικό υλικό
environ. συγκολλητική ουσία
food.ind. παράγοντας δέσμευσης
industr., construct. κολλάρισμα; συνδετική ουσία; συγκολλητικό
mater.sc., chem. μέσο στερεώσεως; συγκολλητικό μέσο; συνδετικό μέσο; συνεκτικό μέσο; Συνδετική ουσία συνδετικό μέσο
mater.sc., el. συνδέτης; συνδετικό
met. ουσία συσσωμάτωσης
bindmiddel
: 39 phrases in 10 subjects
Agriculture1
Chemistry3
Coal1
Construction6
Environment4
Health care1
Industry10
Information technology2
Metallurgy6
Transport5