DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
bijscholing n
econ. επαγγελματική επανειδίκευση
ed. συνεχής κατάρτιση; συνεχής επιμόρφωση
ed., lab.law. επαγγελματική επιμόρφωση; επαγγελματικός αναπροσανατολισμός
ed., R&D. αναπροσαρμογή, επαγγελματική επιμόρφωση
fin., ed. σεμινάριο επαγγελματικής ενημέρωσης; συμπληρωματική κατάρτιση
bijscholing
: 2 phrases in 2 subjects
Economics1
Education1