DictionaryForumContacts

   Dutch Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | adjective | to phrases
bijen f
environ. μέλισσες
bijen... f
nat.res., agric. μελισσοκομικός
bijwerken v
comp., MS ενημερώνω
construct. ενημέρωση
fin., IT δεδομένα ενημέρωσης
met. ανανέωση χρωματισμού; επιδιορθώνω; επισκευάζω; ρετουσάρω; επεξεργάζομαι ένα καλούπι; τελική επεξεργασία καλουπιού; επανασμίλευση
work.fl. ενημέρωση θησαυρού
bijvullen v
mech.eng. εξυπηρέτηση ανεφοδιασμού
met., el. ανατροφοδότηση
bijdraaien v
transp. ανακοχεύω; ελαττώνω ή σταματώ την πορεία σκάφους; τραβερσάρω
bijleggen v
transp. τραβερσάρω; ανακοχεύω; ελαττώνω ή σταματώ την πορεία σκάφους
bijliggen v
agric. αντιμονή; τραβέρσοκν.
bijvoegen v
comp., MS επισυνάπτω
transp. προσθέτω άμαξα
Bijwonen v
comp., MS Συμμετοχή
bijhouden v
comp., MS παρακολούθηση
bijgewerkt v
comp., MS ενημέρωση
bij v
nat.sc., agric. μέλισσες
bijwerkentot op heden v
stat. ενημερώνω
bije... adj.
nat.res., agric. μελισσοκομικός
bij de swap uitgewisselde
: 1 phrase in 1 subject
Economy1