DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
bezinksel n
agric. οινολάσπη
chem. πυθμένας
earth.sc., mech.eng. λάσπη
environ. ίζημα; κατακρήμνισμα; ίζημα/προσχωματικό υλικό; λάσπη/ιλύς
environ., chem. προϊόντα πυθμένα; υπολείμματα απόσταξης
food.ind. τρύγα; υποστάθμη
mech.eng. επικαθίσεις
met., mech.eng. παραμένον υλικό μετά την εκκένωση της δεξαμενής
bezinksel
: 6 phrases in 4 subjects
Agriculture1
Chemistry1
Environment3
Metallurgy1