DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
bezinking f
environ. καθίζηση βιομηχανική μέθοδος; ιζηματογένεση/ιζηματαπόθεση γεωλογικός όρος
life.sc. απόθεση δια της βαρύτητος
med. ταχύτητα καθίζησης ερυθρών αιμοσφαιρίων
bezinking
: 2 phrases in 2 subjects
Environment1
Life sciences1