DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
noun | noun | to phrases
bewijsstukken n
gen. τεκμηρίωση
law, fin. δικαιολογητικά έγγραφα
bewijsstuk n
environ. έκθεμα/αποδεικτικό στοιχείο
fin. δικαιολογητικός τίτλος
fin., IT δικαιολογητικό έγγραφο
law έγγραφη απόδειξη
work.fl. παραστατικό
bewijsstuk
: 13 phrases in 6 subjects
Accounting1
Finances4
General2
Government, administration and public services1
Law4
Social science1