DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
bevloeiing f
agric., construct. άρδευση δι΄υπερχειλίσεως εξ αυλάκων; άρδευση με υπερχείλιση
chem. διαβροχή
environ. άρδευση
bevloeiing
: 21 phrases in 6 subjects
Agriculture14
Chemistry1
Construction1
Environment2
Information technology2
Life sciences1