DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
beplanking m
agric. σανίδωμακν.; πέτσωμα με επηγκενίδεςκν.; περίβλημα ξύλινου σκάφους
mun.plan., construct. Σανίδωση σανίδωμα
transp., construct. περιτοίχιση με μαδέρια