DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
beheersing f
econ. δεσμός ελέγχου; δεσμός κυριαρχίας
environ. συγκράτηση/αναχαίτιση/ανάσχεση/εγκλωβισμός; Προστατευτικό περίβλημα στην πυρηνική βιομηχανία
beheersing
: 71 phrases in 18 subjects
Agriculture1
Chemistry1
Communications1
Construction6
Economy3
Education1
Environment21
Finances4
General9
Health care3
Information technology2
Law3
Marketing1
Medical1
Nuclear physics2
Statistics2
Transport9
Work flow1