DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
begassing m
agric. επεξεργασία με κάπνισμα; επεξεργασία με υποκαπνισμό
agric., chem. υποκαπνισμός
environ. υποκαπνισμός; υποκαπνισμός
met. φύσημα αερίου