DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
bedrijvigheidsgraad m
econ. ποσοστό απασχολουμένων; ποσοστό απασχόλησης; ποσοστό επιχειρησιακής δραστηριότητας
fin. μη εξοφλημένα τρέχοντα δάνεια