DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
noun | noun | to phrases
bedrijfstak m
econ. δραστηριότητα της επιχείρησης; κλάδος οικονομικής δραστηριότητας; οικονομικός κλάδος; οικονομικός τομέας
environ. κλάδος δραστηριότητας; κλάδος της χειροτεχνίας
labor.org., industr. βιομηχανικός κλάδος
transp., environ. σκάφος/λέμβος/ειδικευμένη εργασία
bedrijfstakken n
account. βιομηχανίες κλάδοι
bedrijfstak
: 19 phrases in 8 subjects
Accounting1
Economy3
Environment3
Finances3
Industry4
Labor law2
Law1
Mechanic engineering2