DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
bedieningsknop n
el. μοχλός χειρισμού; κλειδί; κουμπί; λαβή
IT, transp. επιλογέας δείκτη; κουμπί βελόνας
mater.sc. διακόπτης εκκίνησης