DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
bastweefsel n
life.sc., agric. διάφραγμα
nat.sc. φλοίωμα (phloema, liber); βίβλος (phloema, liber)
nat.sc., agric. ιστός του εσωτερικού χιτώνος,βιβλικός ιστός