DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
bastaardering f
life.sc., anim.husb. διασταύρωση; διασταύρωση αναπαραγωγής; διασταύρωσις των φυλών
med. παραγωγή μιγάδων; διασταύρωσις; μιγαδοποίησις; υβριδισμός; υβριδοποίησις
bastaardering
: 1 phrase in 1 subject
Medical1