DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
bastaard m
med. ο μιγάς; υβρίδιον
nat.sc., agric. μιγάς; νόθο
bastaardplanten v
gen. αυτόκαρπα νόθα ημίσεως αίματος; ημίσεως αίματος υβρίδια
bastaard
: 4 phrases in 1 subject
Natural sciences4