DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
barsten v
gen. ρήξη,έκρηξη
chem., met. μικρορηγμάτωση
mater.sc. θραύω; ραγίζω
met. διάρρηξη πυρίμαχου υλικού; εμφάνιση ρωγμών; ράγισμα
transp. εμφανίζω ρωγμές; ρηγματώνομαι
gebarsten v
industr., construct., met. ρωγμή
barst adj.
industr., construct. αγανίλα
industr., construct., met. σχισμή
mater.sc., construct. ελάττωμα
med. ρωγμή μονόπλευρηρωγμή κατά την υλοτομία,ρωγμή διαμήκης μη διεισδύουσα
met. ραγάδα; σκάσιμο; σχασμάδα; σχισμάδα; ρηγμάτωση; ρωγμή
nat.sc., agric. ραγάς,ράγισμα
transp. ελάττωμα ξύλου
barst
: 21 phrases in 10 subjects
Agriculture2
Animal husbandry1
Chemistry2
Communications2
Earth sciences4
Industry3
Life sciences1
Medical2
Metallurgy2
Microsoft2