| |||
αρτοποιώ | |||
ψήσιμο | |||
τηγανίζω | |||
Θέρμανση-εξαέρωση σε κενό | |||
| |||
κυψέλη | |||
θέση αποθήκευσης | |||
κιβώτιο | |||
κάδος | |||
κλωβός | |||
αμάξωμα οχημάτων; κιβώτιο οχημάτων | |||
μπάρτζα; φορτηγίδα | |||
κάσαροκν.; καμπούνικν.; πρόστεγο | |||
| |||
ταμιευτήρας υδάτων/δεξαμενή περισυλλογής; ταμιευτήρας υδάτων/δεξαμενή (περισυλλογής) | |||
| |||
κραμάτωση του ηλεκτροδίου |
bakken : 65 phrases in 17 subjects |