DictionaryForumContacts

   Dutch Greek
Google | Forvo | +
bak
 aanbakken
met. κραμάτωση του ηλεκτροδίου
 bak
chem. κυψέλη
comp., MS θέση αποθήκευσης
el. κιβώτιο
mater.sc. κάδος
transp. nautic. μπάρτζα; φορτηγίδα
 bakken
agric. αρτοποιώ
chem. ψήσιμο
chem. el. τηγανίζω
| voor
 voor
agric. αυλάκι
| het
 hede
industr. construct. στουπί χτενίσματος
afhaspelen van | zijde
 zijde
econ. μετάξι
cocons
- only individual words found

to phrases
bak v
chem. κυψέλη
comp., MS θέση αποθήκευσης
el. κιβώτιο
mater.sc. κάδος
mech.eng. κλωβός
transp. αμάξωμα οχημάτων; κιβώτιο οχημάτων
transp., nautic. μπάρτζα; φορτηγίδα
transp., nautic., fish.farm. κάσαροκν.; καμπούνικν.; πρόστεγο
bakken v
agric. αρτοποιώ
chem. ψήσιμο
chem., el. τηγανίζω
el. Θέρμανση-εξαέρωση σε κενό
vergaarbak v
environ. ταμιευτήρας υδάτων/δεξαμενή περισυλλογής; ταμιευτήρας υδάτων/δεξαμενή (περισυλλογής)
aanbakken van de elektrode of van de rol v
met. κραμάτωση του ηλεκτροδίου
bak voor het afhaspelen van zijde
: 1 phrase in 1 subject
Industry1