DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
baggermachine f
agric., construct. εκσκαφέας-καθαριστής τάφρων; μηχανή εκσκαφής ή/και καθαρισμού τάφρων
transp., nautic. βυθοκόρος; πλοίο-βυθοκόρος