Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Greek
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
aren
|
lezen
las
gen.
αρμός
chem.
κορδόνι
el.
συγκόλληση
met.
αρμοκάλυμμα κορμού
;
αρμοκαλύπτρα κορμού
leest
industr. construct.
καλαπόδι
;
μήτρα υποδήματος
;
τύπος υποδήματος
lezen
gen.
αναγιγνώσκω
agric.
σταχυολόγηση
- only individual words found
Get short URL
|
Language Selection Tips