DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
antiklopmiddel n
gen. αντικροτικό m; αντικροτικό προϊόν; αντικροτικό πρόσθετο; αντικρουστικό πρόσθετο; προσθετικό για την καταπολέμηση της κρουστικής καύσης; πρόσθετο για την αύξηση του αριθμού οκτανίου
nat.sc., chem. αντικροτικό παρασκεύασμα
antiklopmiddel
: 2 phrases in 2 subjects
Chemistry1
Environment1