DictionaryForumContacts

   Dutch Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
afwijking f
astronaut., transp. Απόκλιση
commun. εκτροπή
comp., MS διακύμανση
mater.sc. απόκλιση; διαφορά
med. έλλειμμα; ανωμαλία; χρωματοσωματική ανωμαλία (aberratio); χρωματοσωμική βλάβη (aberratio)
stat. απόκλισις; αποκλίνουν (ten opzichte van het gemiddelde); απόκλιση (ten opzichte van het gemiddelde)
stat., scient. αποκλίνω; παρέκκλιση; παρεκκλίνω
tech. πραγματική απόκλιση
transp. μετατόπιση κατά γεωγραφικό μήκος
afwijking ten opzichte van het gemiddelde f
math. απόκλιση; αποκλίνουν
afwijking in
: 18 phrases in 10 subjects
Agriculture1
Electronics1
General6
Health care1
Human rights activism1
Law3
Life sciences1
Medical2
Metallurgy1
Natural sciences1