DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
afwerken v
gen. συμπλήρωση; απόθεση
immigr., tech. τελική επεξεργασία
mech.eng. πρόωση αποπεράτωσης
transp. τελική διαμόρφωση
transp., industr., construct. αποπερατώνω
afwerken
: 23 phrases in 6 subjects
Construction1
Industry10
Mechanic engineering5
Medical1
Metallurgy4
Transport2