afvallen | |
gen. | δέρμα βοοειδούς χωρίς τη ράχη |
earth.sc. mech.eng. | μείωση της χαρακτηριστικής καμπύλης λόγω σπηλαίωσης |
el. | απενεργοποιώ; επαναφέρω στην αρχική θέση |
| |||
δέρμα βοοειδούς χωρίς τη ράχη | |||
μείωση της χαρακτηριστικής καμπύλης λόγω σπηλαίωσης | |||
απενεργοποιώ; επαναφέρω στην αρχική θέση | |||
αναστρέφω |
afvallen van : 15 phrases in 6 subjects |
Agriculture | 6 |
Electronics | 3 |
Environment | 3 |
Food industry | 1 |
Metallurgy | 1 |
Natural sciences | 1 |