DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
afvallen v
gen. δέρμα βοοειδούς χωρίς τη ράχη
earth.sc., mech.eng. μείωση της χαρακτηριστικής καμπύλης λόγω σπηλαίωσης
el. απενεργοποιώ; επαναφέρω στην αρχική θέση
transp., nautic. αναστρέφω
afvallen
: 18 phrases in 7 subjects
Agriculture6
Electronics4
Environment3
Finances2
Food industry1
Metallurgy1
Natural sciences1