Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Danish
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Latvian
Maltese
Polish
Portuguese
Russian
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
to phrases
aftakking
f
agric.
δευτερεύων αγωγός
agric., construct.
διακλάδωσις σιδηροδρομικής γραμμής
chem., el.
σωλήνας διακλαδώσεως
commun., IT
κλάδος
el.
αλλαγή λήψης
;
λήψη
;
σύνδεση
;
ενδιάμεση λήψη
;
μετάβαση
el., construct.
εκτροπή
IT
δυνατότητα αποδοχής/απόρριψης
IT, el.
απομαστευτής
;
προσαρμοσμένος απομαστευτής
met.
διακλάδωση
transp.
κόμβος μορφής "Υ"
;
παρακαμπτήρια γραμμή
;
γραμμή διακλάδωσης
transp., construct.
σύνδεση σιδηροδρομικών γραμμών με δυνατότητα αλλαγής γραμμής στην κατεύθυνση κινήσεως
;
κλειδί με αιχμή στραμμένη αντίθετα προς την κατεύθυνση της κυκλοφορίας
aftakking
:
17 phrases
in 8 subjects
Agriculture
3
Chemistry
3
Communications
2
Construction
1
Earth sciences
2
Electronics
3
Information technology
1
Transport
2
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips