DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
aftakking f
agric. δευτερεύων αγωγός
agric., construct. διακλάδωσις σιδηροδρομικής γραμμής
chem., el. σωλήνας διακλαδώσεως
commun., IT κλάδος
el. αλλαγή λήψης; λήψη; σύνδεση; ενδιάμεση λήψη; μετάβαση
el., construct. εκτροπή
IT δυνατότητα αποδοχής/απόρριψης
IT, el. απομαστευτής; προσαρμοσμένος απομαστευτής
met. διακλάδωση
transp. κόμβος μορφής "Υ"; παρακαμπτήρια γραμμή; γραμμή διακλάδωσης
transp., construct. σύνδεση σιδηροδρομικών γραμμών με δυνατότητα αλλαγής γραμμής στην κατεύθυνση κινήσεως; κλειδί με αιχμή στραμμένη αντίθετα προς την κατεύθυνση της κυκλοφορίας
aftakking
: 17 phrases in 8 subjects
Agriculture3
Chemistry3
Communications2
Construction1
Earth sciences2
Electronics3
Information technology1
Transport2