DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
afsteken v
gen. λήψη τετηγμένου μετάλλου; έκχυση
agric. μετάγγιση
industr., construct. εγκάρσια κοπή
mech.eng. εργασία κοπής σε τεμάχια ορισμένου μήκους
met. αποχύτευση; χύτευση; τεμαχισμός; αποκοπή με τόρνευση
met., mech.eng. αποκοπή στον τόρνο
afsteken
: 4 phrases in 2 subjects
Industry2
Metallurgy2