DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
afspringen v
construct. σκάσιμον
industr., construct., chem. Pάγισμααπό θερμικό σόκ
industr., construct., met. αποκοπή; απόσπαση γυάλινου αντικειμένου από τον υαλουργικό αυλό
afspringen
: 2 phrases in 1 subject
Industry2