DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
afschuring adj.
earth.sc. απόξεσις; αποξύρισις; αποτριβή; διάβρωσις; εκτριβή
met. απόξεση
transp. απότριψη; λείανση
afschuring
: 1 phrase in 1 subject
Materials science1