DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
afschaven v
commun. περικόπτω το δόντι γράμματος που σημαδεύει την εκτύπωση
construct. ισοπέδωση; πλάνισμα
med. προαφαίρεσις ιστού για βιοψία
met. αφαιρώ με πλάνισμα