DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
afdraaien v
gen. περιστρέφομαι; στρέφω; τορνεύω; στρέψη; τρόχιση λειαντικού τροχού
chem. φυγοκέντρηση
mech.eng. περνώ από τον τόρνο
afdraaien
: 9 phrases in 4 subjects
Earth sciences1
Mechanic engineering2
Metallurgy1
Transport5