DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
afdichtring adj.
mech.eng. σύνδεση αποφυγής διαρροής; δακτύλιος στεγανοποίησης; στεγανοδακτύλιος
afdichtring
: 4 phrases in 1 subject
Mechanic engineering4