DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
afdichting adj.
gen. έμφραξη; επιπλήρωση; πιάσιμο του φίλτρου με στερεές ουσίες; στόμωση; φράξιμο
agric. δακτύλιος στεγανώσεως; ροδέλα στεγανοποίησης
construct. σύστημα στεγάνωσης; στεγανοποίησις ρουφράκτου
earth.sc., mech.eng. σαλαμάστρα; στεγανωτικό παρέμβυσμα; τσιμούχα; στοιχείο στεγανώσεως
el. δακτυλιοειδής σφραγίδα
industr. λάσπωμα
mech.eng. λαβύρινθος; στεγανοποιητικός λαβύρινθος; στυπειοθλίπτης με λαβύρινθο; δακτύλιος στεγανοποίησης; στεγανοδακτύλιος
transp., mech.eng. λάστιχο στεγανοποίησης παραθύρων
afdichting
: 36 phrases in 9 subjects
Agriculture1
Chemistry6
Coal1
Earth sciences10
Electronics2
General1
Mechanic engineering12
Natural sciences1
Transport2