Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Danish
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Italian
Lithuanian
Maltese
Portuguese
Romanian
Russian
Spanish
Swedish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
to phrases
afdichting
adj.
gen.
έμφραξη
;
επιπλήρωση
;
πιάσιμο του φίλτρου με στερεές ουσίες
;
στόμωση
;
φράξιμο
agric.
δακτύλιος στεγανώσεως
;
ροδέλα στεγανοποίησης
construct.
σύστημα στεγάνωσης
;
στεγανοποίησις ρουφράκτου
earth.sc., mech.eng.
σαλαμάστρα
;
στεγανωτικό παρέμβυσμα
;
τσιμούχα
;
στοιχείο στεγανώσεως
el.
δακτυλιοειδής σφραγίδα
industr.
λάσπωμα
mech.eng.
λαβύρινθος
;
στεγανοποιητικός λαβύρινθος
;
στυπειοθλίπτης με λαβύρινθο
;
δακτύλιος στεγανοποίησης
;
στεγανοδακτύλιος
transp., mech.eng.
λάστιχο στεγανοποίησης παραθύρων
afdichting
:
36 phrases
in 9 subjects
Agriculture
1
Chemistry
6
Coal
1
Earth sciences
10
Electronics
2
General
1
Mechanic engineering
12
Natural sciences
1
Transport
2
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips