DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
afdekmiddel n
gen. φωτοχρωμικό υλικό
econ., stat., chem. αντίσταση; μονωτική επένδυση; φωτοχρωμική βαφή
met. κράση με σύντηκτο; προστατευτικό σύντηκτο