DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
additief adj.
gen. πρόσθετη ουσία; πρόσθετα; πρόσθετες ύλες
earth.sc., chem. πρόσθετη χημική ουσία
environ. πρόσθετο
industr. πρόσμειγμα
med. προσθετικός
tech. πρόσθετη ουσία; πρόσθετο καπνού
transp. αντικαπνικό πρόσθετο
additief
: 15 phrases in 7 subjects
Chemistry2
Earth sciences1
General1
Information technology1
Mathematics1
Medical1
Statistics8