DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
aanvullen adj.
agric. Εκτελώ συμπληρωματική φύτευση
chem. αναπληρώνω; επαναφέρω σε αρχική κατάσταση
IT, el. βάση ολοκληρωμένου κυκλώματος
aanvullen
: 7 phrases in 5 subjects
Chemistry1
Law2
Microsoft2
Politics1
Transport1