DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
aanrijden adj.
gen. συμπίεση με ελκυστήρα; συμπίεση χόρτου; συμπύκνωση χορτονομής; συσσώρευση
med. εκγυμνάζω άλογο; εκπαιδεύω άλογο