Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Danish
English
Finnish
French
German
Greek
Italian
Lithuanian
Portuguese
Russian
Spanish
Swedish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
aanlooptijd
adj.
commun.
χρόνος θέσης σε λειτουργία
construct.
χρόνος εκκινήσεως
;
χρόνος θέσεως εις λειτουργίαν
earth.sc., mech.eng.
απαιτούμενος χρόνος για πλήρη παροχή
IT
χρόνος επιτάχυνσης,χρόνος εκκίνησης
;
χρόνος εκκίνησης
;
χρόνος επιτάχυνσης
lab.law.
χρόνος προετοιμασίας για την εργασία
transp., tech.
χρόνος προλειτουργίας γυροσκοπίου
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips