DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
aanhechting n
construct. σύνδεσμος μεταξύ χάλυβα και σκυρόδεμα
mater.sc., construct. ικανότητα πρόσφυσης; συνάφεια; πρόσφυση
aanhechting
: 2 phrases in 2 subjects
Earth sciences1
Life sciences1